- συνεραστής
- ὁ, Α [ἐραστής]αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεραστής — joint lover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερασταί — συνεραστής joint lover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεραστάς — συνεραστά̱ς , συνεραστής joint lover masc acc pl συνεραστά̱ς , συνεραστής joint lover masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՓԱԳԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0937 Chronological Sequence: 5c ա. συνεραστής rivalis. Զոյգ ընդ այլում փափաքօղ իմիք. նախանձակից. *Ո՛վ սիրելիք՝ խրատիչք, եւ ճշմարտութեանն փափագակիցք. Առ որս. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)